Λόγω της περιπλοκότητας και της σοβαρότητας που χαρακτηρίζει το LGS, η ακριβής και έγκαιρη διάγνωσή του είναι απαραίτητη τόσο για την πρόγνωση όσο και για τη γενικότερη προσέγγιση του ατόμου με LGS.
Η διάγνωση του LGS βασίζεται στα εξής:
παρουσία διαφορετικών τύπων επιληπτικών κρίσεων: τονικές επιληπτικές κρίσεις, άτυπες αφαιρέσεις, ατονικές επιληπτικές κρίσεις (επιληπτικές κρίσεις με πτώση) και επιληπτική κατάσταση (status epilepticus, SE) χωρίς σπασμούς.
ανωμαλίες στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ):
- βραδέα συμπλέγματα αιχμής κύματος στο μεσοκριτικό μοτίβο στο ΗΕΓ
- γενικευμένη ταχεία παροξυσμική δραστηριότητα, κυρίως στη φάση NREM του ύπνου
παρουσία έκπτωσης της γνωστικής λειτουργίας και διαταραχών στη συμπεριφορά
Ωστόσο, στην πράξη, η διάγνωση του LGS είναι περίπλοκη. Λόγω της ποικιλίας των αιτίων που μπορεί να το προκαλέσουν, το LGS παρουσιάζει μεγάλη κλινική διακύμανση μεταξύ των ασθενών ιδιαίτερα κατά την εμφάνισή του και μπορεί να υπάρχει καθυστέρηση από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων έως την εκδήλωση όλων των χαρακτηριστικών που το καθορίζουν.
Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις το LGS μπορεί αρχικά να παρουσιαστεί μιμούμενο άλλες μορφές παιδικής επιληψίας, δυσχεραίνοντας την έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Ως εκ τούτου, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από τους Bert et al, το 2018, μόνο στο 0,7% των παιδιών, που συμπεριλήφθηκαν σε αυτή τη μελέτη, είχε διαγνωστεί εξ’ αρχής LGS, ποσοστό που αυξήθηκε σε 3,4% κατά τα επόμενα έτη, στην πορεία της μελέτης.
Από την άλλη πλευρά, στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει επίσης ποικιλία απόψεων σχετικά με τα όρια, τα χαρακτηριστικά και τις ειδικές αιτίες του LGS, γεγονός που αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που δυσχεραίνει τη διάγνωση αυτού του συνδρόμου.
Η έγκαιρη διάγνωση του LGS είναι πολύ σημαντική για να μπορέσει να ξεκινήσει η θεραπεία το συντομότερο δυνατό και να βελτιωθεί η μακροχρόνια πρόγνωση. Αυτή η έγκαιρη διάγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική στα παιδιά, λαμβάνοντας υπόψη τη βλάβη που συμβαίνει στις δομές του εγκεφάλου στα πρώτα στάδια αυτής της νόσου. Το LGS στα παιδιά εκδηλώνεται συνήθως σε ηλικία 3-5 ετών, που αποτελεί μια κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη του εγκεφάλου κατά την οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις ηλεκτρο-κλινικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτό το σύνδρομο.
Για τη διάγνωση του LGS, οι γιατροί πρέπει να χρησιμοποιήσουν και να συνδυάσουν διάφορες τεχνικές, που περιλαμβάνουν τη χρήση νευρολογικής απεικονιστικής εξέτασης και ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ΗΕΓ), καθώς και νευροαναπτυξιακή αξιολόγηση, νευροψυχολογική αξιολόγηση, γενετική αξιολόγηση και αξιολόγηση του μεταβολισμού. Η αξιολόγηση του ασθενούς θα πρέπει να περιλαμβάνει το οικογενειακό του ιστορικό, καθώς και το περιγεννητικό και το κλινικό ιστορικό του τοκετού, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν τα αίτια του LGS μπορεί να συμπεριλαμβάνουν εγκεφαλικές βλάβες που σχετίζονται, για παράδειγμα, με δυσπλασίες, τραυματισμούς που προκαλούνται κατά τον τοκετό, όπως υποξικές/ισχαιμικές βλάβες, λοιμώξεις ή βρεφικούς σπασμούς.
Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να είναι χρήσιμη στην έγκαιρη αναγνώριση των αιτίων του LGS που σχετίζονται με εντοπισμένες εγκεφαλικές βλάβες.
Άλλες εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία με φασματοσκοπία (MRS) και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) μπορεί να είναι χρήσιμες για τον εντοπισμό μεταβολικών αλλοιώσεων σε ασθενείς με κλινικές εκδηλώσεις LGS, αλλά με φυσιολογική MRI.